«Γενάρης 2009. Ήταν, θυμάμαι, παγωνιά και καθώς είχε αρχίσει να σουρουπώνει, το αχνό σκοτάδι άρχισε και πάλι να σιγοντάρει τη θλίψη μου. Είχε ήδη περάσει μία εβδομάδα αφ' ότου έχασα την υπέργηρη πλέον γατούλα μου σε ηλικία 20 ετών. Ασυνήθιστο; Ίσως. Εγώ πάντως ένιωθα θυμό για τον χαμό της και απέραντη, απέραντη θλίψη.
Με κόπο άφησα για λίγο τις μαύρες σκέψεις μου και κατευθύνθηκα στον χώρο όπου είχα τακτοποιημένα τα αντικείμενα της καθημερινής προσωπικής της χρήσης. Είναι περίεργο, η θέα τους παρόλο που προκαλούσε πόνο, συγχρόνως με κρατούσε ακόμη σε επαφή μαζί της. Μεταξύ των άλλων μέτρησα αρκετά κιλά γατοτροφής πού δεν είχε προλάβει να καταναλώσει. Έτσι αποφάσισα τουλάχιστον αυτά να τα διαθέσω στις αδέσποτες φιλενάδες μου της γειτονιάς.Πήρα λοιπόν μια γενναία ποσότητα και κατέβηκα "εις άγραν" των προσφιλών μου γουνοφόρων. Τούτη όμως τη φορά ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Ένα νέο, αδέσποτο γατάκι, βρόμικο, αδύνατο και τραυματισμένο, στα χρώματα του μελιού, έκανε την εμφάνισή του από το πουθενά. Με χαιρέτησε (μιάου) με φωνούλα αδύναμη που μόλις ακουγόταν και άφοβα άρχισε να τρίβεται στα πόδια μου γουργουρίζοντας. Το περίεργο είναι ότι δεν έδωσε καμία σημασία στην τροφή, απλά με ακολούθησε μέχρι την κεντρική είσοδο τού σπιτιού μου και έμεινε εκεί μέχρις ότου η πόρτα αυτόματα έκλεισε πίσω μου.
Αυτό επαναλήφθηκε για τις επόμενες τρεις ημέρες. Ίδιες κινήσεις, ίδια πάντα συμπεριφορά . Τις ημέρες που ακολούθησαν ο καιρός άρχισε να το στρώνει για τα καλά. Το κρύο ήταν αφόρητο και η εικόνα της γατούλας που αρνιόταν μεν το φαγητό, αποζητούσε όμως την επικοινωνία μαζί μου άρχισε να με συγκινεί. Τα συναισθήματα ήταν ανάμεικτα. Τύψεις για την εκλιπούσα (στις 9 τού μακαρίτη, άλλην να ’μπαζα στο σπίτι;), και από την άλλη πώς να εγκαταλείψω ένα θεϊκό πλασματάκι στο έλεος του χιονιά; Και το α π ο φ ά σ ι σ α: άνοιξα την κεντρική είσοδο και την άφησα να περάσει πρώτη. ΕΔΩ ΞΕΚΙΝΑ ΤΟ ΕΝΕΞΗΓΗΤΟ. Ανέβηκε με άνεση τη σκάλα, σταμάτησε στον σωστό όροφο και, όταν έφτασα κι εγώ ξωπίσω, την είδα να στέκεται μπρός από την πόρτα του διαμερίσματός μου. Σημειωτέον ότι ο κάθε όροφος έχει 6 διαμερίσματα. Άνοιξα. Μπήκε με άνεση, πάντα γουργουρίζοντας και κατευθύνθηκε προς το χώμα της εκλιπούσης, το οποίο και αμέσως χρησιμοποίησε κοιτώντας με κατάματα. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στα άδεια -πλην όμως πλυμένα σκεύη τροφής- που για συναισθηματικούς λόγους δεν είχα αποσύρει. Της έβαλα λίγη τροφή και τότε ... επιτέλους έ φ α γ ε.
Εκείνο το βράδυ δεν την άγγιξα . Την άφησα να ζεσταθεί και να εξερευνήσει τον χώρο, με την ησυχία της. Το πρωί τη βρήκα να κοιμάται άνετα στο προσκεφάλι μου, πάντα γουργουρίζοντας. Την ονόμασα Μελίτα, γιατί έχει τα χρώματα του μελιού. Περιττό να πω ότι ανταποκρίθηκε άμεσα στο κάλεσμα του ονόματος που εγώ της έδωσα. Την επομένη, την πήρα στην αγκαλιά μου και της εξήγησα ότι αν ήθελε να γίνει σύντροφός μου σε αθηναϊκό διαμέρισμα, θα έπρεπε να υποστεί κάποια ιατρική φροντίδα (εξέταση, εμβόλια, αποπαρασίτωση, ακόμη και στείρωση). Με άκουγε, έχοντας βλέμμα σοφού, τουλάχιστον εγώ έτσι το αντιλήφθηκα. Και μάλλον δεν έκανα λάθος. Τα υπέστη όλα αγόγγυστα. Βέβαια σήμερα πού μιλάμε τα έχει και Ο Λ Α. Είναι αξιοπερίεργο ότι ενώ έχει πρόσβαση για να "την κάνει", που λέμε, ουδέποτε το επιχείρησε. Σήμερα ζούμε μαζί και απολαμβάνουμε αμφότερες τα αγαθά μιας τέλειας συμβίωσης.
Εδώ τελειώνει το αινιγματικό της γνωριμίας μας από το πουθενά, την κατάλληλη στιγμή, κάτω από αντίξοες συνθήκες. Ακόμη αναρωτιέμαι πώς ακριβώς συνέβη. Είναι τάχα σύμπτωση; Δεν νομίζω. Σας παρακαλώ, φίλοι μου, διαφωτίστε με.
Σας χαιρετώ.
Βαρβάρα Σεμερτζάκη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου